- απυρηνος
- ἀπύρηνοςἀ-πύρηνος2(ῠ) не имеющий косточек, бескосточковый
(φοίνικες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φοίνικες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπύρηνος — without stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απύρηνος — η, ο (AM ἀπυρηνος, ον) αυτός που δεν έχει πυρήνα, χωρίς κουκούτσι αρχ. (για ψάρια) ο χωρίς αγκάθια … Dictionary of Greek
ἀπύρηνον — ἀπύρηνος without stone masc/fem acc sg ἀπύρηνος without stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρηνότερα — ἀπύρηνος without stone neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρήνου — ἀπύρηνος without stone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρήνους — ἀπύρηνος without stone masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρήνων — ἀπύρηνος without stone masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύρηνα — ἀπύρηνος without stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύρηνοι — ἀπύρηνος without stone masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)